ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ
Η αυτοεκτίμηση είναι πόσο εκτιμώ τον εαυτό μου….
Η αυτοπεποίθηση είναι οι πεποίθηση που έχω για το ποιος είμαι και για το ποιος θα ήθελα να είμαι…
Η ερμηνεία που δίνει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη είναι: το να εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του – η άνεση, η σιγουριά που εκπέμπουν οι κινήσεις αυτού που έχει αυτοπεποίθηση. Συνεπώς, συνηθίζουμε να μιλάμε για «έλλειψη αυτοπεποίθησης» όταν κάποιος δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του. Αν τολμήσουμε τη σύνθεση πληροφοριών, βλέπουμε πιο κάτω, στο ίδιο λεξικό, την ερμηνεία της λέξης «πεποίθηση», το δεύτερο συνθετικό της λέξης «αυτο-πεποίθηση»: απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτό που πιστεύει ή ισχυρίζεται κανείς, ισχύει πραγματικά (πείθω, πίστη).
Η πεποίθηση για τον εαυτό δεν είναι τίποτα άλλο από το σύνολο των πεποιθήσεων (ιδέες, ισχυρισμοί) που έχει αποδώσει κάποιος στον εαυτό του και αντιλαμβάνεται ως πραγματικές. Μια πεποίθηση μπορεί να είναι αρνητική ή θετική, παρόλα αυτά παραμένει αληθινή για το άτομο που την πιστεύει. Επομένως, είναι αυθαίρετη η θετική έννοια της λέξης «αυτο-πεποίθηση».
Ας τολμήσουμε όμως να σκεφτούμε για λίγο έξω από τα όρια. Οι πεποιθήσεις υπάρχουν όταν απουσιάζει η γνώση. Τις έχουμε ανάγκη – ενόσω δεν υπάρχει βιωματική γνώση – για να μας βοηθάνε να σκεφτόμαστε, να ξεχωρίζουμε και να επιλέγουμε σωστά. Το ξεχνάμε όμως αυτό (ότι είναι προσωρινές κατακτήσεις) και υποθέτουμε ότι οι πεποιθήσεις είναι δεδομένα, αλήθειες, που δεν αλλάζουν. Υποκαθιστούμε – συνειδητά και ασυνείδητα – τη γνώση με πεποίθηση, ενώ στην πραγματικότητα καμία σχέση δεν έχουν μεταξύ τους.
Οι πεποιθήσεις ουσιαστικά περιορίζουν και εμποδίζουν τη γνώση, καθώς παρουσιάζουν κάποια συγκεκριμένη θέαση που αποκλείει τη σύνθεση και την ολότητα. Αυτό-πεποίθηση έχουμε ΟΛΟΙ οι άνθρωποι και στηρίζεται στα πιστεύω του καθενός για τον εαυτό του, είτε αρνητικά, είτε θετικά. Όλοι εμπιστευόμαστε (εν-πίστη) δε αυτές τις ιδέες μας, με την έννοια ότι επενδύουμε σε αυτές (τις ισχυριζόμενες πραγματικότητες) τη δυναμικότητα του ψυχισμού μας. Έχουμε τη βεβαιότητα ότι αυτές οι πεποιθήσεις ισχύουν και μας ορίζουν, ανεξάρτητα αν μας αρέσουν ή όχι.
Ακόμα και όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε μια πεποίθηση που δεν μας αρέσει, την έχουμε αρχικά αναγνωρίσει ως πραγματική. Η αυτο-πεποίθηση είναι κάτι σαν την ταυτότητα, ο τρόπος με τον οποίο ορίζουμε τον εαυτό μας. Κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι ο εαυτός του είναι χοντρός, άσχημος, δειλός, αναποφάσιστος, αναβλητικός κ.ο.κ. και αυτός είναι ο τρόπος που βλέπει και ορίζει τον εαυτό του και τους άλλους μέσα από τον εαυτό του. Κάποιος άλλος αντίστοιχα, μπορεί να πιστεύει ότι είναι όμορφος, αποφασιστικός, πνευματικός, σωστός κ.ο.κ. και αυτό αποτελεί τη δική του αλήθεια μέσα από την οποία αυτό-ορίζεται και ορίζει τους γύρω του. Οι περισσότεροι κινούμαστε κάπου ανάμεσα, συμπεριλαμβάνοντας κάποια αρνητικά και κάποια θετικά στοιχεία για τον εαυτό μας.
Προφανώς, σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για έλλειψη αυτό-πεποίθησης αφού όλοι έχουμε κάποια συγκεκριμένη ιδέα για τον εαυτό μας. Πιο σωστή θα ήταν η έκφραση «θετική αυτοπεποίθηση» ή «αρνητική αυτοπεποίθηση». Δεν είναι μια απλή παράληψη λέξης αλλά μια εντελώς διαφορετική αντίληψη και κοσμοθεωρία. Επιπλέον, ο δυισμός που χαραχτηρίζει αυτή τη διάσταση δηλώνει ότι τα αντίθετα συνυπάρχουν αναλογικά σε κάθε περίπτωση: ο θάνατος συνυπάρχει με τη γέννηση, το φως ενυπάρχει στο σκοτάδι, το σωστό είναι η άλλη όψη του λάθους κ.λ.π. Η αντίληψη περιορίζεται από τη θέαση στην οποία επιλέγουμε να εστιαζόμαστε κάθε φορά. Η υποκειμενική εστίαση δεν αλλάζει την πραγματικότητα που είναι ουδέτερη, απλά περιορίζει τη δική μας θέαση.
Μέσα από το πρίσμα του δυισμού, όσο διευρυμένη και αν είναι η θέαση, παραμένει αντίληψη και όχι γνώση. Αν η αυτό-πεποίθηση είναι θετική, αγωνιούμε να τη διατηρήσουμε (γιατί μέσα μας συνυπάρχουν τα αντίθετα). Αν έχουμε αρνητική αυτο-πεποίθηση αγωνιούμε να την αλλάξουμε. Και οι δυο λειτουργίες, παραμένουν φοβικές, δύσκολες και πρόσκαιρες. Βασίζονται σε κινούμενα θεμέλια που κινδυνεύουν ν’ ανατραπούν ανά πάσα στιγμή.
Το δεύτερο συνθετικό της λέξης «αυτο-πεποίθηση» είναι το «αυτό» – ο εαυτός, που αντιλαμβανόμαστε μέσα από τη μορφή, τις σκέψεις, τα αισθήματα, τα βιώματα, τις αντιδράσεις και τις αλληλεπιδράσεις του στον κόσμο. Είναι σαφώς προσωρινός, φθαρτός, μεταλλάσσεται, γεννιέται και πεθαίνει. Όσο και αν επιδιώκουμε την ασφάλεια, τη σταθερότητα, τη γνώση, τη γαλήνη, δεν είναι ικανός να μας τα προσφέρει. Όσο και αν τον εμπιστευόμαστε, κάποιες φορές αποτυγχάνει, κάνει λάθη, νοιώθει χαμένος και ευάλωτος. Όση θετική αυτο-πεποίθηση και αν αποκτήσουμε, κάποιες φορές μας εκπλήσσει, πανικοβάλλεται, θυμώνει, αισθάνεται ενοχές, μετανιώνει, αδικεί, αδιαφορεί.
Τι εμπιστευόμαστε; Σε τι στηριζόμαστε; Μήπως ολόκληρος ο αγώνας του συστήματος για «απόκτηση θετικής αυτο-πεποίθησης» – εμπιστοσύνης στον εαυτό μας είναι ουσιαστικά άλλη μια ανάγκη ελέγχου, λόγω του πρωταρχικού φόβου που αισθάνεται το εγώ μπροστά στην αβεβαιότητα, το άγνωστο, την αλλαγή, το προσωρινό; Μήπως η προσπάθεια ελέγχου του εαυτού είναι η ύστατη προσπάθεια του ανθρώπου, μπροστά στην ανικανότητα να ελέγξει τη φύση, τη ζωή;
Αυτό που δεν θα σου πει ποτέ αυτό το μέρος του εαυτού σου που αντιλαμβάνεσαι και έχεις ονομάσει «εγώ» είναι ότι δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό, φτιαχτό μέρος (η κατώτερη διάνοια) του άπειρου, δημιουργικού νου (της ανώτερης διάνοιας) που δεν περιορίζεται στον προσωρινό εαυτό σου και τα εγκεφαλικά του κύτταρα. Γιατί τότε, αναγκαστικά, θα πρέπει να του αφαιρέσεις την παντοδυναμία που τόσο απλόχερα και πρόθυμα του έχεις χαρίσει, είτε προσπαθείς να τον αλλάξεις, είτε αγωνίζεσαι να διατηρήσεις τα κεκτημένα του. Σε κάθε περίπτωση, «ο νους που έχει δημιουργήσει το πρόβλημα, δεν μπορεί και να το λύσει» (Αϊνστάιν). Κάθε προσπάθεια μέσα στο μάτριξ του εγώ, είναι προσπάθεια πλάνης, ψευδαίσθησης και υποδούλωσης του πραγματικού Εαυτού. Η μόνη α-λήθεια και ελευθερία βρίσκεται στην εν-θύμηση, όχι στις πεποιθήσεις, είτε είναι θετικές είτε αρνητικές.