Συντάκτης: ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΑΣΚΑΡΙΔΟΥ
ΠΟΙΟΣ ΛΥΚΟΣ ΝΙΚΑΕΙ;
|
ΟΙ 6 ΙΝΔΟΙ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
ΟΙ 6 ΙΝΔΟΙ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
Ξέρετε την αρχαία ινδική ιστορία για τους έξι τυφλούς που θέλησαν να ‘’δουν’’ έναν ελέφαντα;
1 Μοιάζει πολύ μ ένα τοίχο είπε ο πρώτος μόλις ακούμπησε τα χέρια του στα πλευρά του ζώου
2 Μοιάζει πολύ μ ένα ακόντιο είπε ο δεύτερος , όταν ψηλάφισε τον χαυλιόδοντά του
3 Ο τρίτος , πασπατεύοντας την ευλύγιστη προβοσκίδα , είπε: μοιάζει πολύ μ ένα φίδι
4 Ανοησίες φώναξε ο τέταρτος. Τυλίγοντας τα μπράτσα του γύρω από ένα πόδι του ελέφαντα συμπέρανε: αυτό το περίεργο θηρίο μοιάζει πολύ μ ένα δένδρο
5 Ο πέμπτος, αγγίζοντας το αυτί του, φώναξε: ακόμη και ο πιο στραβός μπορεί να καταλάβει ότι αυτό το ζώο μοιάζει πολύ με μια βεντάλια
6 Και ο έκτος, χαϊδεύοντας την ουρά του, διαβεβαίωσε τους φίλους του ότι ο ελέφαντας, είναι ολόιδιος μ ένα σκοινί….
Αλήθεια , πόσο ολοκληρωμένα μπορούμε εμείς να δούμε την προσωπικότητά μας, των παιδιών μας, των φίλων μας, των γονιών μας…
Ποιο κομμάτι τους αγγίζουμε;
Από ποια μεριά κοιτάμε;
ΤΟ ΧΑΛΙ (ινδιάνικο παραμύθι)
Mια φορά κι έναν καιρό σ ένα ινδιάνικο χωριό πάνω στα βουνά, ζούσε μια οικογένεια.
Ο μπαμπάς , η μαμά , το κοριτσάκι τους και η γιαγιά. Το παιδί είχε πολύ στενό δεσμό με την γιαγιά του και συχνά τα απογεύματα καθόταν δίπλα της και την παρακολουθούσε καθώς εκείνη ύφαινε ένα χαλί στον αργαλειό.
Μια μέρα η γιαγιά της είπε ότι μόλις θα τελείωνε αυτό το χαλί, εκείνη θα γύριζε στην ΜΑΝΑ ΓΗ.
Η μικρή δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε η γιαγιά με τα λόγια αυτά.
Το βράδυ όμως μόλις όλοι κοιμήθηκαν, ή μικρή σηκώθηκε σιγά-σιγά , τράβηξε την πόρτα της σκηνής και βγήκε έξω.
Το φεγγάρι φώτιζε με το άσπρο φως του τον κοιμισμένο καταυλισμό και η μικρή ακροπατώντας πλησίασε τον αργαλειό και άρχισε να ξηλώνει όσο χαλί είχε υφάνει ή γιαγιά της εκείνη την μέρα. Το ίδιο έκανε και την επόμενη και την μεθεπόμενη νύχτα.
Η γιαγιά κατάλαβε την ανησυχία της μικρής … έτσι ένα δειλινό πήρε το κοριτσάκι από το χέρι και ανηφόρησαν προς τους αμμόλοφους. Έκατσαν πλάι-πλάι , κοιτώντας τον ήλιο που έβαφε κόκκινους τους βράχους…
Τότε η γιαγιά είπε στο κοριτσάκι….
Τι είπε η γιαγιά στο κοριτσάκι;
Ο ΑΛΥΣΟΔΕΜΕΝΟΣ ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ
Μια αληθινή ιστορία με δίδαγμα
“Δεν μπορώ” του είπα. “Δεν μπορώ!”
“Σίγουρα;” με ρώτησε αυτός.
“Ναι. Πολύ θα ήθελα να να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ!!!”
Ο Χόρχε κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄ εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του.
Χαμογέλασε, με κοίταξε στα στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
“Να σου πω μια ιστορία…” Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται:Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα.
Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών.
Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του…
Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος.
Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος.
Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορούσε να ξεριζώνει δέντρα με τη δύναμη του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο. Μα τι τον κρατάει;
Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο ,τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα
. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας είναι δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: “Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;”Δε θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση.
Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμαΠριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα – ευτυχώς για μένα – ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φανάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι.
Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί.
Μα, παρόλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο…
…Ώσπου μια μέρα, μια φρικτή μέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του.
Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του.
Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση.
Ποτέ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…
“Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο – πολύ σαν τον τον ελέφαντα του τσίρκου.
Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία.
Ζούμε πιστεύοντας ότι “δεν μπορούμε” να κάνουμε ένα σωρό πράγματα , απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν είμαστε μικροί, προσπαθήσαμε και και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα.
Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα:
“Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δε θα μπορέσω.”
Ο Χόρχε έκανε μια μεγάλη παύση. Ύστερα πλησίασε, κάθησε στο πάτωμα μπροστά μου και συνέχισε:
“Αυτό σου συμβαίνει, Ντέμι. Ζεις μέσα στα όρια της ανάμνησης ενός Ντεμιάν που δεν υπάρχει πια, εκείνου που δεν τα κατάφερε.
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς, είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή…Με όλη σου την ψυχή!
Αφιερωμένο,
σε όλους όσοι παραμένουμε δεμένοι σε μικρά ή μεγάλα παλούκια και μη συναισθανόμενοι την τρομερή μας δύναμη, δειλιάζουμε και δεν κάνουμε ένα βήμα μπροστά…
EΠΙΛΕΛΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΑΣΚΑΡΙΔΟΥ
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΗΠΟΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, πάει ο βασιλιάς στον κήπο του και βλέπει πως τα δέντρα, οι θάμνοι και τα λουλούδια του ξεραίνονται.
Η βελανιδιά του λέει πως ξεραίνεται γιατί δεν μπορεί να είναι τόσο ψηλή όσο το πεύκο.
Γυρίζει προς το πεύκο και το βλέπει πεσμένο κάτω γιατί δεν μπορεί να κάνει σταφύλια όπως το αμπέλι.
Και το αμπέλι ξεράθηκε γιατί δεν έκανε λουλούδια σαν την τριανταφυλλιά.
Βλέπει την τριανταφυλλιά να κλαίει γιατί δεν είναι γερή και δυνατή σαν την βελανιδιά…
Και ξάφνου, βλέπει ένα φυτό, μια μικρούλα φρέζια, γεμάτη άνθη και πιο δροσερή από ποτέ…
Την ρωτάει ο βασιλιάς:
Πώς γίνεται και αναπτύσσεσαι τόσο καλά μέσα σ αυτόν τον μαραμένο και θλιβερό κήπο;
Το λουλούδι του απαντάει:
Δεν ξέρω. Ίσως γιατί υπέθετα πάντα ότι, όταν με φύτεψες , ήθελες φρέζιες. Αν ήθελες βελανιδιά ή τριανταφυλλιά, θα είχες φυτέψει βελανιδιά ή τριανταφυλλιά. Εκείνη την στιγμή είπα μέσα μου: θα προσπαθήσω να είμαι φρέζια, όσο μπορώ καλύτερα…
Τώρα, είναι η σειρά σου…είσαι εδώ για να προσφέρεις την ευωδιά σου.
Κοιτάξου, απλώς, στον καθρέφτη.
Δεν γίνεται να είσαι άλλος άνθρωπος.
Μπορείς να χαίρεσαι και να ανθίζεις ποτισμένος με την αγάπη για τον εαυτό σου, ή να μαραίνεσαι καταδικασμένος από εσένα τον ίδιο…
ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ
Η αυτοεκτίμηση είναι πόσο εκτιμώ τον εαυτό μου….
Η αυτοπεποίθηση είναι οι πεποίθηση που έχω για το ποιος είμαι και για το ποιος θα ήθελα να είμαι…
Η ερμηνεία που δίνει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη είναι: το να εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του – η άνεση, η σιγουριά που εκπέμπουν οι κινήσεις αυτού που έχει αυτοπεποίθηση. Συνεπώς, συνηθίζουμε να μιλάμε για «έλλειψη αυτοπεποίθησης» όταν κάποιος δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του. Αν τολμήσουμε τη σύνθεση πληροφοριών, βλέπουμε πιο κάτω, στο ίδιο λεξικό, την ερμηνεία της λέξης «πεποίθηση», το δεύτερο συνθετικό της λέξης «αυτο-πεποίθηση»: απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτό που πιστεύει ή ισχυρίζεται κανείς, ισχύει πραγματικά (πείθω, πίστη).
Η πεποίθηση για τον εαυτό δεν είναι τίποτα άλλο από το σύνολο των πεποιθήσεων (ιδέες, ισχυρισμοί) που έχει αποδώσει κάποιος στον εαυτό του και αντιλαμβάνεται ως πραγματικές. Μια πεποίθηση μπορεί να είναι αρνητική ή θετική, παρόλα αυτά παραμένει αληθινή για το άτομο που την πιστεύει. Επομένως, είναι αυθαίρετη η θετική έννοια της λέξης «αυτο-πεποίθηση».
Ας τολμήσουμε όμως να σκεφτούμε για λίγο έξω από τα όρια. Οι πεποιθήσεις υπάρχουν όταν απουσιάζει η γνώση. Τις έχουμε ανάγκη – ενόσω δεν υπάρχει βιωματική γνώση – για να μας βοηθάνε να σκεφτόμαστε, να ξεχωρίζουμε και να επιλέγουμε σωστά. Το ξεχνάμε όμως αυτό (ότι είναι προσωρινές κατακτήσεις) και υποθέτουμε ότι οι πεποιθήσεις είναι δεδομένα, αλήθειες, που δεν αλλάζουν. Υποκαθιστούμε – συνειδητά και ασυνείδητα – τη γνώση με πεποίθηση, ενώ στην πραγματικότητα καμία σχέση δεν έχουν μεταξύ τους.
Οι πεποιθήσεις ουσιαστικά περιορίζουν και εμποδίζουν τη γνώση, καθώς παρουσιάζουν κάποια συγκεκριμένη θέαση που αποκλείει τη σύνθεση και την ολότητα. Αυτό-πεποίθηση έχουμε ΟΛΟΙ οι άνθρωποι και στηρίζεται στα πιστεύω του καθενός για τον εαυτό του, είτε αρνητικά, είτε θετικά. Όλοι εμπιστευόμαστε (εν-πίστη) δε αυτές τις ιδέες μας, με την έννοια ότι επενδύουμε σε αυτές (τις ισχυριζόμενες πραγματικότητες) τη δυναμικότητα του ψυχισμού μας. Έχουμε τη βεβαιότητα ότι αυτές οι πεποιθήσεις ισχύουν και μας ορίζουν, ανεξάρτητα αν μας αρέσουν ή όχι.
Ακόμα και όταν προσπαθούμε να αλλάξουμε μια πεποίθηση που δεν μας αρέσει, την έχουμε αρχικά αναγνωρίσει ως πραγματική. Η αυτο-πεποίθηση είναι κάτι σαν την ταυτότητα, ο τρόπος με τον οποίο ορίζουμε τον εαυτό μας. Κάποιος μπορεί να πιστεύει ότι ο εαυτός του είναι χοντρός, άσχημος, δειλός, αναποφάσιστος, αναβλητικός κ.ο.κ. και αυτός είναι ο τρόπος που βλέπει και ορίζει τον εαυτό του και τους άλλους μέσα από τον εαυτό του. Κάποιος άλλος αντίστοιχα, μπορεί να πιστεύει ότι είναι όμορφος, αποφασιστικός, πνευματικός, σωστός κ.ο.κ. και αυτό αποτελεί τη δική του αλήθεια μέσα από την οποία αυτό-ορίζεται και ορίζει τους γύρω του. Οι περισσότεροι κινούμαστε κάπου ανάμεσα, συμπεριλαμβάνοντας κάποια αρνητικά και κάποια θετικά στοιχεία για τον εαυτό μας.
Προφανώς, σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για έλλειψη αυτό-πεποίθησης αφού όλοι έχουμε κάποια συγκεκριμένη ιδέα για τον εαυτό μας. Πιο σωστή θα ήταν η έκφραση «θετική αυτοπεποίθηση» ή «αρνητική αυτοπεποίθηση». Δεν είναι μια απλή παράληψη λέξης αλλά μια εντελώς διαφορετική αντίληψη και κοσμοθεωρία. Επιπλέον, ο δυισμός που χαραχτηρίζει αυτή τη διάσταση δηλώνει ότι τα αντίθετα συνυπάρχουν αναλογικά σε κάθε περίπτωση: ο θάνατος συνυπάρχει με τη γέννηση, το φως ενυπάρχει στο σκοτάδι, το σωστό είναι η άλλη όψη του λάθους κ.λ.π. Η αντίληψη περιορίζεται από τη θέαση στην οποία επιλέγουμε να εστιαζόμαστε κάθε φορά. Η υποκειμενική εστίαση δεν αλλάζει την πραγματικότητα που είναι ουδέτερη, απλά περιορίζει τη δική μας θέαση.
Μέσα από το πρίσμα του δυισμού, όσο διευρυμένη και αν είναι η θέαση, παραμένει αντίληψη και όχι γνώση. Αν η αυτό-πεποίθηση είναι θετική, αγωνιούμε να τη διατηρήσουμε (γιατί μέσα μας συνυπάρχουν τα αντίθετα). Αν έχουμε αρνητική αυτο-πεποίθηση αγωνιούμε να την αλλάξουμε. Και οι δυο λειτουργίες, παραμένουν φοβικές, δύσκολες και πρόσκαιρες. Βασίζονται σε κινούμενα θεμέλια που κινδυνεύουν ν’ ανατραπούν ανά πάσα στιγμή.
Το δεύτερο συνθετικό της λέξης «αυτο-πεποίθηση» είναι το «αυτό» – ο εαυτός, που αντιλαμβανόμαστε μέσα από τη μορφή, τις σκέψεις, τα αισθήματα, τα βιώματα, τις αντιδράσεις και τις αλληλεπιδράσεις του στον κόσμο. Είναι σαφώς προσωρινός, φθαρτός, μεταλλάσσεται, γεννιέται και πεθαίνει. Όσο και αν επιδιώκουμε την ασφάλεια, τη σταθερότητα, τη γνώση, τη γαλήνη, δεν είναι ικανός να μας τα προσφέρει. Όσο και αν τον εμπιστευόμαστε, κάποιες φορές αποτυγχάνει, κάνει λάθη, νοιώθει χαμένος και ευάλωτος. Όση θετική αυτο-πεποίθηση και αν αποκτήσουμε, κάποιες φορές μας εκπλήσσει, πανικοβάλλεται, θυμώνει, αισθάνεται ενοχές, μετανιώνει, αδικεί, αδιαφορεί.
Τι εμπιστευόμαστε; Σε τι στηριζόμαστε; Μήπως ολόκληρος ο αγώνας του συστήματος για «απόκτηση θετικής αυτο-πεποίθησης» – εμπιστοσύνης στον εαυτό μας είναι ουσιαστικά άλλη μια ανάγκη ελέγχου, λόγω του πρωταρχικού φόβου που αισθάνεται το εγώ μπροστά στην αβεβαιότητα, το άγνωστο, την αλλαγή, το προσωρινό; Μήπως η προσπάθεια ελέγχου του εαυτού είναι η ύστατη προσπάθεια του ανθρώπου, μπροστά στην ανικανότητα να ελέγξει τη φύση, τη ζωή;
Αυτό που δεν θα σου πει ποτέ αυτό το μέρος του εαυτού σου που αντιλαμβάνεσαι και έχεις ονομάσει «εγώ» είναι ότι δεν είναι παρά ένα πολύ μικρό, φτιαχτό μέρος (η κατώτερη διάνοια) του άπειρου, δημιουργικού νου (της ανώτερης διάνοιας) που δεν περιορίζεται στον προσωρινό εαυτό σου και τα εγκεφαλικά του κύτταρα. Γιατί τότε, αναγκαστικά, θα πρέπει να του αφαιρέσεις την παντοδυναμία που τόσο απλόχερα και πρόθυμα του έχεις χαρίσει, είτε προσπαθείς να τον αλλάξεις, είτε αγωνίζεσαι να διατηρήσεις τα κεκτημένα του. Σε κάθε περίπτωση, «ο νους που έχει δημιουργήσει το πρόβλημα, δεν μπορεί και να το λύσει» (Αϊνστάιν). Κάθε προσπάθεια μέσα στο μάτριξ του εγώ, είναι προσπάθεια πλάνης, ψευδαίσθησης και υποδούλωσης του πραγματικού Εαυτού. Η μόνη α-λήθεια και ελευθερία βρίσκεται στην εν-θύμηση, όχι στις πεποιθήσεις, είτε είναι θετικές είτε αρνητικές.
ΝΟΜΙΖΑΜΕ…ΔΕΝ ΞΕΡΑΜΕ
Η ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ
Ένα ποντικάκι κάποτε, παρατηρούσε από την τρυπούλα του τον αγρότη και τη γυναίκα του που ξεδίπλωναν ένα πακέτο. Τι λιχουδιά άραγε έκρυβε εκείνο το πακέτο; Αναρωτήθηκε.
Όταν οι δύο αγρότες άνοιξαν το πακέτο, δεν φαντάζεστε πόσο μεγάλο ήταν το σοκ που έπαθε όταν διαπίστωσε πως επρόκειτο για μια ποντικοπαγίδα! Τρέχει γρήγορα λοιπόν στον αχυρώνα για να ανακοινώσει το φοβερό νέο!: -Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Μια ποντικοπαγίδα μέσα στο σπίτι! Η κότα κακάρισε, έξυσε την πλάτη της και σηκώνοντας το λαιμό της είπε: “Κυρ Ποντικέ μου, καταλαβαίνω πως αυτό αποτελεί πρόβλημα για σας. Αλλά δεν βλέπω να έχει καμιά επίπτωση σε μένα! Δε με ενοχλεί καθόλου εμένα η ποντικοπαγίδα στο σπίτι!”
Το ποντικάκι γύρισε τότε στο γουρούνι και του φώναξε: “Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!” Το γουρούνι έδειξε συμπόνια αλλά απάντησε: “Λυπάμαι πολύ κυρ ποντικέ μου αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο από το να προσευχηθώ. Να είστε σίγουρος δε, ότι θα το κάνω. Θα προσευχηθώ.” Τότε το ποντίκι στράφηκε προς την αγελάδα και της φώναξε κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου: “Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι! Έχει μια ποντικοπαγίδα στο σπίτι!” Και η αγελάδα απάντησε: “Κοιτάξτε, κύριε ποντικέ μου, πολύ λυπάμαι για τον κίνδυνο που διατρέχετε, αλλά εμένα η ποντικοπαγίδα το μόνο που μπορεί να μου κάνει, είναι μια διπλωμάτισσα στην κοιλιά μου!
Έτσι, ο καλός μας ποντικούλης, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι, περίλυπος και απογοητευμένος γιατί θα έπρεπε μόνος του να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της ποντικοπαγίδας!
Την επόμενη νύχτα, ένας παράξενος θόρυβος, κάτι σαν το θόρυβο που κάνει η ποντικοπαγίδα όταν κλείνει, ξύπνησε τη γυναίκα του αγρότη που έτρεξε να δει τι συνέβη αλλά μέσα στη νύχτα, δεν πρόσεξε πως την παγίδα πιάστηκε από την ουρά ένα φίδι …. Φοβισμένο το φίδι δάγκωσε τη γυναίκα.
Ο άντρας της έτρεξε γρήγορα και την πήγε στο νοσοκομείο. Αλίμονο όμως, την έφερε στο σπίτι με ένα πολύ υψηλό πυρετό. Ο γιατρός τον συμβούλεψε να της κάνει ζεστές σουπίτσες κι έτσι ο αγρότης έσφαξε αφού όλοι ξέρουμε πως στον πυρετό δίνουμε κοτόσουπες!
Αλλά η αρρώστεια της γυναίκας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και όλοι οι γείτονες ερχόταν στη φάρμα να βοηθήσουν. Ο καθένας με τη σειρά του καθόταν στο προσκεφάλι της γυναίκας 24 ώρες το 24ωρο. Για να τους ταῒσει όλους αυτούς ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει το γουρούνι !
Τελικά όμως η γυναίκα δε τη γλύτωσε! Πέθανε! Στη κηδεία της ήρθε πάρα πολύς κόσμος γιατί ήταν πολύ καλή γυναίκα και την αγαπούσαν όλοι. Για να φιλοξενήσει όλον αυτόν τον κόσμο ο αγρότης αναγκάστηκε να σφάξει την αγελάδα του….. Ο κυρ Ποντικός μας, έβλεπε όλο αυτό το πήγαιν’ έλα από την τρυπούλα του με πάρα πολύ μεγάλη θλίψη……
Γι’ αυτό και σεις, την επόμενη φορά που κάποιος σας πει ότι έχει ένα μικρό πρόβλημα- μεγάλο γι αυτόν- και που ίσως εσάς δε σας πολυαφορά, θυμηθείτε πως όταν κάποιος από το περιβάλλον μας κινδυνεύει, βρισκόμαστε και μεις σε μεγάλο κίνδυνο!
Μάθετε λοιπόν, πως κάθε τι που σας αφορά, αφορά εξίσου και μένα, ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ!
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ ΑΠΟ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ…
Ο Αλχημιστής έπιασε ένα βιβλίο που κάποιος από το καραβάνι είχε φέρει μαζί του.
Αν και ο τόμος δεν είχε εξώφυλλο, εκείνος κατάφερε να εξακριβώσει το όνομα του συγγραφέα του: Όσκαρ Ουάιλντ. Καθώς το ξεφύλλιζε, βρήκε μια ιστορία για τον Νάρκισσο.
Ο αλχημιστής γνώριζε το μύθο του Νάρκισσου, του ωραίου αγοριού που κάθε μέρα θαύμαζε την ομορφιά του σε μια λίμνη.
Τόσο πολύ είχε γοητευτεί από τον ίδιο του τον εαυτό , που κάποια μέρα έπεσε μέσα στην λίμνη και πνίγηκε. Στη θέση όπου έπεσε, φύτρωσε ένα λουλούδι που το ονόμασαν Νάρκισσο.
Ο συγγραφέας όμως δεν τελείωνε έτσι την ιστορία του. Έλεγε ότι, όταν πέθανε ο Νάρκισσος, ήρθαν οι Ορειάδες- νύμφες του δάσους- και διαπίστωσαν ότι η λίμνη είχε μετατραπεί από λίμνη γλυκού νερού σε αμφορέα αλμυρών δακρύων.
– Γιατί κλαις; Ρώτησαν οι νύμφες
– Κλαίω για τον Νάρκισσο, είπε η λίμνη
– Α, δε μας εκπλήσσει που κλαις για τον Νάρκισσο, συνέχισαν εκείνες. Στο κάτω-κάτω , παρόλο που κι εμείς τον κυνηγούσαμε στο δάσος, εσύ ήσουν η μόνη που είχε την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά την ομορφιά του…
– Μα ήταν όμορφος ο Νάρκισσος; Ρώτησε η λίμνη.
-Ποιος να το ξέρει καλύτερα από σένα; Απάντησαν έκπληκτες οι Ορειάδες. Στο κάτω-κάτω , στις όχθες σου έσκυβε κάθε μέρα.
Η λίμνη έμεινε για λίγο σιωπηλή. Μετά είπε:
– Κλαίω για τον Νάρκισσο, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι ήταν όμορφος. Κλαίω για τον Νάρκισσο γιατί, κάθε φορά που έσκυβε στις όχθες μου, εγώ μπορούσα να βλέπω στα βάθη των ματιών του την αντανάκλαση της ίδιας μου της ομορφιάς…
– Τι ωραία ιστορία! Είπε ο αλχημιστής.